υποπρόξενος

υποπρόξενος
ο, Ν
βαθμός προξενικού υπαλλήλου, κατώτερος τού προξένου Γ' τάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + πρόξενος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποπρόξενος — ο βαθμός προξενικού υπαλλήλου αμέσως κατώτερος από το βαθμό του προξένου τρίτης τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στίποβιτς, Βλαδίσλαος — Υποπρόξενος της Αυστρίας στη Χίο κατά την Επανάσταση του 1821. Κατά την επιδρομή του τουρκικού στόλου εναντίον του νησιού, μαζί με το Γάλλο συνάδελφο του Ε. Διζόν, έγινε ακούσια υπαίτιος της μεγάλης σφαγής των χριστιανών του νησιού (10 Απριλίου… …   Dictionary of Greek

  • κονσόλας — και κόνσολος, ο πρόξενος ή υποπρόξενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. consolo < λατ. consul «ύπατος»] …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • υποπροξενείο — το, Ν 1. προξενείο κατώτερης τάξης 2. συνεκδ. το οίκημα όπου στεγάζεται το υποπροξενείο ή το γραφείο τού υποπροξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποπρόξενος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποπροξενεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • Βλασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης (; – Ναύπλιο 1836). Φιλικός που καταγόταν από την Ιθάκη. Έμαθε ξένες γλώσσες και νέος πήγε στη Ρωσία. Τελείωσε τη στρατιωτική σχολή της Μόσχας και κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό, όπου έφτασε στον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Βόγδανος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο. 1. Ελευθέριος. Ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διοριστεί υποπρόξενος της Αγγλίας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Όταν άρχισε το επαναστατικό κίνημα στη Μολδοβλαχία, πολέμησε… …   Dictionary of Greek

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Καλούτσης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων από την Κρήτη. 1. Εμμανουήλ (1755 – 1853). Νομικός. Σπούδασε στην Πάντοβα και εργάστηκε ως υπάλληλος διαφόρων δικαστικών υπηρεσιών και ως υποπρόξενος στα Κύθηρα. 2. Ιωσήφ (Βενετία 1810 – 1883). Νομικός. Σπούδασε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”